καρδιότρωτος

καρδιότρωτος
καρδιότρωτος
wounded in the heart
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρδιότρωτος — καρδιότρωτος, ον (Μ) τραυματισμένος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + τρωτος (< τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. μυό τρωτος, τενοντό τρωτος] …   Dictionary of Greek

  • καρδιότρωτον — καρδιότρωτος wounded in the heart masc/fem acc sg καρδιότρωτος wounded in the heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιοτρώτοις — καρδιότρωτος wounded in the heart masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”